Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024

Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο, ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, 04-02-2023

 



Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο, ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, 04-02-2023 (με θερμές ευχαριστίες!)

Παραθέτω σε κειμενική μορφή την συνέντευξη και ακολουθεί αντίγραφο της δημοσίευσης.

1.Οι ιστορίες σας σε ποιον βαθμό είναι προϊόν μυθοπλασίας;

Η φαινομενικά απλή ερώτησή σας θέτει προς συζήτηση ένα καταστατικό ζήτημα για την πεζογραφία, αν δηλαδή και σε ποιον βαθμό ένας συγγραφέας αφηγείται περιστατικά της ζωής του ή όσα αφηγείται αποτελούν δημιουργήματα της συγγραφικής φαντασίας. Η απάντηση είναι δύσκολη, καθώς αν υποθέσουμε ότι καταθέτει κάποιος σε μια αφήγηση τη μνήμη του, εκείνη δεν αποτελείται μόνο από αυτοπροσώπως βιωμένα γεγονότα, αλλά και από αφηγήσεις, όνειρα, επιθυμίες, προθέσεις, αναγνώσματα, τα οποία με την πάροδο του χρόνου συγκροτούν ένα κράμα, στο οποίο τα διάφορα υλικά του είναι δυσδιάκριτα. Προσωπικά θα χαρακτήριζα ένα βιβλίο εκ του αποτελέσματος. Αν κατορθώσει να αποδώσει μια εικόνα της ανθρώπινης κατάστασης, τότε δεν χρειάζεται να τεθεί το ερώτημα, καθώς το βιβλίο αποτυπώνει κάτι που εξ ορισμού αφορά και μπορεί να ενδιαφέρει το αναγνωστικό κοινό. Αν όμως δεν το κατορθώσει, τότε στερείται το νόημα ύπαρξής του ως βιβλίο, ειδικά αν ο συγγραφέας δεν είναι δημόσιο πρόσωπο, ώστε να έχει διυποκειμενικό ενδιαφέρον η ζωή του. Στη δική μου περίπτωση, για να μη φανεί ότι υπεκφεύγω, αν δεν είχα βιώσει τη μετάβαση από μια αρχαϊκή κοινωνία του ορεινού όγκου στην αστικοποίηση μάλλον δεν θα μπορούσα να διεισδύσω στα θέματα που αναπτύσσονται στην αφήγηση, συνάμα όμως τα πρόσωπα που σμίλευσα ανέλαβαν το βάρος να προσδώσουν εύρος και βάθος στο βιωματικό πλαίσιο αποτυπώνοντάς το. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής μου ανήκει στον τύπο του παντογνώστη, αποτυπώνει συναισθήματα, στοχασμούς, αδιέξοδα αρκετών διαφορετικών ανθρωποτύπων, και μάλιστα στη φόρμα των ιστοριών μπονσάι, η οποία προσφέρει τη δυνατότητα της συμπύκνωσης και της έντασης που υπερβαίνουν τα όρια του μεμονωμένου ανθρώπου. Το αποτέλεσμα ασφαλώς θα το κρίνει το αναγνωστικό κοινό και οι ειδικοί όπως εσείς.

2. Ποια από τις ιστορίες αυτές σας σημάδεψε περισσότερο;

«Βάγγιω ή το χέρι που δεν κόπηκε»· συνάδει περισσότερο με την ιδιοσυγκρασία μου και συναιρεί τις οδηγίες και τα πρότυπα ζωής τα οποία προσέλαβα από τους ανιόντες της οικογένειάς μου, τα οποία παραδίδω σαν σκυτάλη στους μαθητές μου, αρκετοί από τους οποίους αισθάνονται ανασφάλεια ως προς το αν θα κατορθώσουν να υπερβούν τις φαινομενικά ανυπέρβλητες δυσκολίες του κοινωνικού τους πλαισίου. Η Βάγγιω της αφήγησης, μολονότι φαινόταν καταδικασμένη από καταγωγή και ατυχείς συγκυρίες στον ρόλο του διαρκώς ηττημένου, αρνείται την ηττοπάθεια και με απρόβλεπτα αποφασιστικό τρόπο, στο μέτρο των ανθρώπινων δυνατοτήτων, φτάνει στο άλλο άκρο της ζωής της δημιουργικά και με αξιοπρέπεια.

3. Τι μένει τελικά από τις «μυλόπετρες του χρόνου»;

Η ερώτησή σας επιδέχεται δύο ερμηνείες. Σύμφωνα με την πρώτη, επιβεβαιώνεται η εμβληματική ρήση του Ηράκλειτου «πάντα ρει». Οι μυλόπετρες δέχονται πρώτες ύλες με συγκεκριμένο σχήμα και υφή, τις μεταμορφώνουν, και με αυτές ο άνθρωπος πλάθει νέα σχήματα σε διάφορες χρήσεις. Έτσι και οι μυλόπετρες του χρόνου αλέθουν πρόσωπα, δομές και πολιτισμούς που δεν εξαφανίζονται αλλά αποτελούν την πρώτη ύλη για νέους. Σύμφωνα με τη δεύτερη ερμηνεία, τι μένει δηλαδή από το βιβλίο μου, ίσως μένει η σκέψη ότι ο άνθρωπος είναι υποκείμενο και συνάμα ενεργούμενο της ιστορίας, μυλωνάς και άλεσμα μαζί.

4. Υπάρχει ακόμη «βλάχικη ταυτότητα» στην Ελλάδα; Διασώζεται η γλώσσα;

Η «βλάχικη ταυτότητα» δεν είναι κάποια εθνική ταυτότητα η οποία καλλιεργείται από κάποια κρατική οντότητα παρά έκφραση της κουλτούρας μιας κατάστασης πραγμάτων μέσω ενός γλωσσικού κώδικα. Ανήκω ίσως στην τελευταία γενιά της οποίας η ζωή εκφράστηκε πλήρως σε όλες της τις εκφάνσεις μέσω μιας βλάχικης διαλέκτου, η οποία υπάρχει εγκιβωτισμένη σαν μικρή μπάμπουσκα σε μια μεγαλύτερη, η οποία με τη σειρά της εκφράζει έναν διαφορετικό, αστικό πολιτισμό και αντιστοίχως μια διαφορετική κουλτούρα. Η πρώτη γλώσσα που έμαθα ήταν τα βλάχικα· η σύζυγός μου έμαθε συγχρόνως βλάχικα και ελληνικά, όμως μεταξύ μας μιλάμε βλάχικα μόνο όταν θέλουμε να πούμε κάποιο μυστικό. Η γιαγιά μου μιλούσε μόνο βλάχικα, οι κόρες μου μόνον ελληνικά. Εγώ κι η οικογένειά μου αγαπάμε τον τόπο καταγωγής μας, περπατάμε στους ίδιους δρόμους των παιδικών μας χρόνων, όμως στον ποταμό του Ηράκλειτου κυλάει διαφορετικό νερό. Εγώ διδάσκω (και ονειρεύομαι) ελληνικά ενώ οι κόρες μου θα μπορούσαν μόνο με διερμηνέα να συνομιλήσουν με την προγιαγιά τους. Αυτό επέφερε η δυναμική της ιστορίας. Αναφέρομαι στη δική μου περίπτωση, καθώς είναι αντιπροσωπευτική. Δεν είναι πολιτισμικά καλό που χάνεται μια γλώσσα πλούσια, η οποία εξέφρασε επί αιώνες έναν τρόπο ζωής, όμως ό,τι δεν ανταποκρίνεται σε πραγματικές ανάγκες παροπλίζεται και σβήνει. Η νοσταλγική προσπάθεια για συντήρηση -εκτός αν γίνεται για επιστημονικούς λόγους- ή αναβίωσή της μπορεί να ανταποκρίνεται σε υπαρξιακή ανάγκη της απερχόμενες γενιάς, όμως δεν έχει αντικειμενικό νόημα και προσλαμβάνει τον χαρακτήρα του φολκλόρ.

5. Τι μπορεί να γίνει ώστε η τοπική ιστορία, οι μνήμες να βρουν τη θέση τους στην εκπαίδευση;

Νομίζω ότι αν τα αναλυτικά προγράμματα διδασκαλίας της ιστορίας, της γλώσσας και της λογοτεχνίας πρόσφεραν κάποια ελευθερία επιλογής στα σχολεία, όπως τα Μουσικά Σχολεία έχουν τη δυνατότητα επιλογής διδασκαλίας τοπικών μουσικών οργάνων (π.χ. λύρας, κλαρίνου), τότε θα μπορούσαν η τοπική ιστορία και πνευματική-καλλιτεχνική παραγωγή να βρουν τη θέση τους στην εκπαίδευση, να συντηρήσουν την τοπική κουλτούρα και να συμβάλουν ώστε να αγαπήσουν τα παιδιά μαθήματα τα οποία συνήθως αντιπαθούν με αποτέλεσμα την απώλεια της στενής πολιτισμικής τους αυτογνωσίας.


Πρόχειρες προ-επιγνώσεις

 

Αυγαταίνουνε οι βραβευμένοι ποιητές 

Φιλοφρονήσεις ανταλλάσσουν στα φευγάτα

Ένα σαλόνι όλος ο κόσμος μια οθόνη

Ολημερίς ζυμώνουνε εκπλήξεις

Ολονυχτίς εισπράττουνε τα λάικ

Γοργά τη σκαρφαλώσαν την κορφή

Μυρμήγκι φαίνεται το πλήθος από κάτω

Καπάρωσαν μερίδιο στη θέωση

Δεν έχει από εκεί επιστροφή


Αγαθοκλής Αζέλης 2017 (;)

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Γιάννης Πάσχος, Το χρονικό ενός δυσλεκτικού, εκδόσεις περισπωμένη, Αθήνα 2022.

 


 

«Θα σου δώσω να διαβάσεις ένα βιβλίο, που θα έπρεπε να υπάρχει σε κάθε σχολική βιβλιοθήκη», μου είπε στις αρχές του φθινοπώρου η παρακαθήμενη κυρία Φανή Μπαλαμώτη, φίλη συνάδελφος αγαπημένη και απαράμιλλα καλλιεργημένη. Η αναφορά της στο περιεχόμενο του βιβλίου ήταν δελεαστική, όμως οι εντυπώσεις από την ανάγνωση ξεπέρασαν και την ενθουσιώδη περιγραφή. Είχε δίκιο η Φανή, το βιβλίο θα έπρεπε να φιλοξενείται σε κάθε σχολική βιβλιοθήκη και να διαβαστεί από όλους τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς, αν όχι κι από τους μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ο συγγραφέας επενδύοντας με χιούμορ το διαρκές τραύμα ενός δυσλεκτικού παιδιού, το οποίο μεγάλωσε σε οικογένεια δασκάλων σε μια εποχή που η δυσλεξία ήταν άγνωστη έννοια για αυτούς, παρουσιάζει τις ασύλληπτες δυσκολίες που αντιμετώπισε στην μαθητική και κοινωνική του πορεία μέχρι την εισαγωγή του στο πανεπιστήμιο, καθώς η δυσλεξία τού δημιουργούσε μαθησιακούς φραγμούς, κι αυτοί με τη σειρά τους τον καθιστούσαν κοινωνικά αποδιοπομπαίο. Ένα τραύμα που βάθαινε όσο μεγάλωνε το παιδί, καθώς υφίστατο διαρκώς την τιμωρία και τον εξευτελισμό, μέχρι που κατόρθωσε να βρει το ίδιο, περνώντας από σαράντα κύματα, τον ατομικό δρόμο προς τη μερική διαχείριση της πρόσληψης της γνώσης, με αποτέλεσμα να περάσει στο πανεπιστήμιο και στη συνέχεια να γίνει ένας διακεκριμένος ειδικός επιστήμονας και λογοτέχνης, πολύ περισσότερα δηλαδή από τους χλευαστικούς και τιμωρητικούς δασκάλους του. Στην διαδρομή προς την έξοδο από τον λαβύρινθο τον βοήθησαν καλοί φωτισμένοι άνθρωποι, το αδέξιο και λανθασμένο από πολλές πλευρές πείσμα της οικογένειας και η εσωτερική του δύναμη, η οποία παλινδρομούσε μεταξύ διεκδίκησης και παραίτησης. Τον δε λαβύρινθο τον έχτιζαν η άγνοια για τη δυσλεξία και η σκληρότητα της πλειονότητας των εκπαιδευτικών και του κοινωνικού περίγυρου, σκληρότητα που κάποτε θεωρείτο η βασιλική οδός προς τη μάθηση και την προκοπή και μερικές φορές κάποιοι την αναπολούν με νοσταλγία ως παιδαγωγική μέθοδο. Το εξαιρετικό αυτό βιβλίο, γραμμένο με χιούμορ και, φαινομενικά τουλάχιστον, αυτοσαρκασμό αναδεικνύει προβλήματα της εκπαιδευτικής και κοινωνικής μας παθογένειας, τα οποία εξακολουθούν, νομίζω να μεσουρανούν, ακόμη κι αν σε μεγάλο βαθμό φορούν το ένδυμα της καλής προαίρεσης και της γνώσης. Διαβάζοντάς το αρκετές φορές αισθάνθηκα ως δάσκαλος μια επιβεβαίωση στην άποψη του Χ. Τσολάκη, ότι η αγάπη, η ενσυναίσθηση και ο σεβασμός προς το πρόσωπο του μαθητή αποτελούν θεμελιώδη προϋπόθεση για να αγαπήσει εκείνος τη γνώση και να αισθανθεί ασφάλεια, σταθερότητα και επιβεβαίωση.

Οι παραπάνω πρώτες εντυπώσεις με έκαναν να εκφράσω με λόγια την σκέψη, για την ακρίβεια να συμφωνήσω με την πρόταση της Φανής,  ότι το βιβλίο του Γιάννη Πάσχου θα ήταν χρήσιμο, αναγκαίο καλύτερα, να παρουσιαστεί σε μια δημόσια εκδήλωση, δεδομένου μάλιστα ότι συνδυάζει την αρτιότητα ενός λογοτεχνικού έργου με κοινωνικό-εκπαιδευτικό περιεχόμενο που αφορά όλη την κοινωνία μας.

Ας δούμε λοιπόν πιο αναλυτικά το βιβλίο. Καταρχάς δεν θα μπορούσα να φανταστώ καταλληλότερο εξώφυλλο! Ο ήρωας του βιβλίου, σε παιδική ηλικία, κοιτάζει προς εμάς και συνάμα δεν κοιτάζει, ίσως κάνει ένα άλμα στον χρόνο και ψάχνει να εντοπίσει τον εικονιζόμενο στο αυτί του εξωφύλλου, τον φτασμένο επιστήμονα και λογοτέχνη, τον ώριμο άνθρωπο που κατόρθωσε να βγει κατά το δυνατόν από τα σαράντα κύματα που του κυμάτιζαν διαρκώς η συντεταγμένη κοινωνία και τα άτομα. Ίσως έτσι θέλω να τον βλέπω, ο υποφαινόμενος, επιδιώκοντας να συνταχθώ λίγο με την αισιοδοξία που αποπνέει το βιβλίο και να αποτινάξω ένα μέρος της ενοχής που αισθάνεται ένας εκπαιδευτικός για όσα ενδέχεται να έχει συν-προκαλέσει από άγνοια ή από έλλειψη επαρκούς ενσυναίσθησης. Όπως και να έχει, ίσως το εξώφυλλο μας θυμίζει διαρκώς ότι πρέπει να διαβάζουμε την αφήγηση όχι από την οπτική γωνία του φτασμένου συγγραφέα του παρά από εκείνη του βασανισμένου νέου, ο οποίος αμέτρητες φορές θα μπορούσε να παρεκκλίνει από την πορεία που τον οδήγησε τελικά δίπλα μας.

Σε ένα προλογικό σημείωμα το οποίο ενδέχεται να είναι αυτοβιογραφική κατάθεση αλλά και συγγραφικό εύρημα που δικαιολογεί την συγγραφή, ο αφηγητής αναφέρεται στο κίνητρο:

«Βράδυ, Δεκέμβρης του 2021. Εκεί που έψαχνα κάτι στο διαδίκτυο, έπεσα πάνω σε ένα on line τεστ δυσλεξίας για ενήλικες. Ήταν δέκα ερωτήσεις κι έπρεπε να απαντηθούν με ένα ΝΑΙ ή με ένα όχι. Στο τέλος έγραφε: Για κάθε ΝΑΙ παίρνετε έναν βαθμό. Αν συγκεντρώσατε επτά ή περισσότερους βαθμούς, πιθανώς να έχετε δυσλεξία, οπότε θα πρέπει να αναζητήσετε τη συμβουλή ειδικού για περαιτέρω αξιολόγηση και υποστήριξη. Και στις δέκα ερωτήσεις απάντησα ΝΑΙ. Συνεπέστατος!

Ήρθαν στον νου μου τα χρόνια που πέρασαν και τι έχω τραβήξει με αυτή την ιστορία από τότε που ήμουν παιδί. Τι να πρωτοθυμηθώ, αλήθεια! Για έναν περίεργο, όμως, λόγο οι αναμνήσεις μου ήταν όλες τόσο εξαιρετικά διαυγείς, τόσο στέρεα παρούσες, που, καθώς με συνεπήραν στο παρελθόν του χρόνου, μέσα εκεί, αποφάσισα, χωρίς σχεδόν να το καταλάβω, να καταγράψω το χρονικό αυτό, το χρονικό ενός δυσλεκτικού.

Παρεμπιπτόντως, η δυσλεξία μου «διαγνώσθηκε» ‘όταν ήμουν ήδη στα σαράντα πέντε (!). Ως τότε δεν το γνώριζα.»

 

Από την πρώτη σελίδα της αφήγησης, στην οποία ο αφηγητής μας συστήνει τον οικογενειακό του περίγυρο, είναι διάχυτο το χιούμορ, το οποίο είναι η άλλη όψη της κριτικής και της διαχείρισης του τραύματος:

«Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος, η μάνα δασκάλα, ο θείος μου δάσκαλος, η θεία δασκάλα, ο άλλος θείος δάσκαλος, ο παππούς από τη μάνα δάσκαλος, οι φίλοι τους δάσκαλοι, όλοι στον κόσμο ήταν δάσκαλοι, όλοι έδιναν συμβουλές, παροτρύνσεις και ευχές.» Σε όλους αυτούς τους αξιοζήλευτους για τον παρατηρητή συγγενείς, οι οποίοι θα αποτελέσουν μέρος του προβλήματός του ή το πεδίο για την ανάπτυξή του, ο αφηγητής, καθόλου τυχαία, θα αντιπαραβάλει τον άλλο του παππού:

«Ο παππούς μου από τον πατέρα μου δεν ήταν δάσκαλος, όπως όλοι οι άλλοι, γι’ αυτό και ήταν ήρεμος και χαρούμενος άνθρωπος, δεν με παρατηρούσε ποτέ, αντιθέτως, μου έλεγε πόσο καλό παιδί ήμουν και πόσο τυχεροί ήταν οι γονείς μου».

Πριν πάει στην Α΄ δημοτικού ο αφηγητής αναπτύσσει μια προσωπική «ιερογλυφική» γραφή, με την οποία γράφει ιστορίες με επινοημένους από τον ίδιο ήρωες, φέρνοντας σε αμηχανία τους γονείς του και τη διατύπωση ενός επαναλαμβανόμενου στο μέλλον αποφθέγματος του πατέρα προς την μητέρα: «Εσύ θα τον καταστρέψεις».

Στην Α΄ δημοτικού θα δείξει τις πρώτες ενδείξεις υπερκινητικότητας, οι οποίες συνοδεύουν τη δυσλεξία του την οποία περιγράφει παραστατικά:

«Τετράδια είχα, και βιβλία είχα, όπως όλα τα παιδάκια, αλλά για μένα τα τετράδια ήταν όλα σαν ιχνογραφίες. Ζωγράφιζα τα γράμματα και τις λέξεις όπως ζωγράφιζα ένα πορτοκάλι ή ένα κουλουράκι πασχαλιάτικο που είχε το αρχικό γράμμα του ονόματός μου, το γάμα. Μέχρι εκεί. Όταν επιχειρούσα να συλλαβίσω μια λέξη, τα γράμματα ήταν σαν να χτυπούσαν με ορμή το ένα πάνω στο άλλο και να διακτινίζονταν, να εξαφανίζονταν, δυο γράμματα μαζί ήταν ένα μικρό πρόβλημα για να τα συλλαβίσω, τρία μαζί μεγάλο πρόβλημα, τέσσερα μαζί μαρτύριο, πόλεμος. Μιμούμουν, όμως, με επιτυχία τα άλλα παιδιά όταν συλλάβιζαν όλα μαζί φωναχτά μέσα στην τάξη. Στην αρχή, τα τετράδια τα είχα όλα τακτοποιημένα, γρήγορα όμως βαρέθηκα, και οι ωραίες άσπρες σελίδες τους γέμισαν με κάθε είδους μουντζούρες, σβησίματα, διορθώσεις, βρομιές και κοκκινάδια. Αυτά τα κοκκινάδια με συνόδευαν μια ζωή» [σ. 13.]

Οι δυσκολίες σε συνδυασμό με την καλοπροαίρετη αλλά αυταρχική προσπάθεια του πατέρα να του διδάξει στοιχειώδεις γνώσεις προκάλεσαν αγχώδη διαταραχή στο παιδί και οι γονείς το πήγαν σε γιατρό, ο οποίος εξετάζοντας την συμπεριφορά του παιδιού και κάνοντας αυτοψία στα «ιερογλυφικά» παραμύθια του, τού δίνει φαρμακευτική αγωγή, την οποία δεν θα του χορηγήσει η μητέρα του με δική της πρωτοβουλία. Οι γονείς φαίνεται να συμβιβάστηκαν προσωρινά με την ιδέα ότι ο γιος είναι ανεπίδεκτος και ο πατέρας προσπαθούσε να του διδάσκει τις διάφορες αγροτικές εργασίες για να τον ετοιμάσει για βιοπορισμό αγροτικό. Με αφορμή μια έκθεση σαράντα λέξεων, στην οποία ο γιος είχε κατά εκτίμηση 120 λάθη, ο πατέρας θεώρησε ότι οι δυσκολίες στη μάθηση οφείλονταν στην προκλητική αδιαφορία και την τεμπελιά και χειροδίκησε, όπως χειροδικούσε συχνά, θεωρώντας ότι ενεργεί παιδαγωγικά. Αντιδρώντας στη βία ο ήρωας έφυγε από το σπίτι και η αγωνία των γονιών του μέχρι την επάνοδο, δημιούργησε προσωρινά ένα κλίμα ειρήνης μεταξύ τους. Με πολλές δυσκολίες και με την επινόηση διαφόρων προσωπικών μεθόδων κατανόησης και μάθησης, θα πάρει το απολυτήριο του δημοτικού με έξι και η κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων για το γυμνάσιο του ανοίγει τον δρόμο για τη συνέχιση των σπουδών του, επιθυμία του πατέρα του, μολονότι η μητέρα είχε συμβιβαστεί με την ιδέα να μάθει μια τέχνη, για να μην ταλαιπωρείται.

Ενώ το δημοτικό το τελείωσε στο χωριό του, για γυμνασιακές σπουδές πήγε στα Γιάννενα και μάλιστα στο Πρότυπο Γυμνάσιο της Ζωσιμαίας, στο οποίο τα βιώματά του ήταν σκληρά και το γυμνάσιο ένας γολγοθάς, όπως το είδε από την πρώτη μέρα ο ίδιος. Μέσα σε αυτό το πολύ σκληρό και απαξιωτικό (μαθητικό και καθηγητικό) περιβάλλον βρέθηκαν ελάχιστοι καθηγητές οι οποίοι είτε έδειξαν κάποια τρυφερότητα είτε κάποια κατανόηση, ενάντια στο κύριο απαξιωτικό ρεύμα, ενώ κάποιοι του έβαζαν προβιβάσιμο βαθμό λόγω κοινωνικής γνωριμίας με την οικογένειά του. Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στην παρουσίαση των ανυπέρβλητων σχεδόν δυσκολιών που αντιμετώπιζε στην εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας, για την οποία χρειάστηκε πολύς κόπος και πολυετής προσπάθεια. Όλες αυτές οι δυσκολίες τον οδηγούν σε μια εσωτερική αποστασιοποίηση από το σχολείο. Όπως χαρακτηριστικά γράφει,

Σ. 51: «Οι μαθησιακές δυσκολίες έγιναν ακόμη πιο μεγάλες στις επόμενες τάξεις, κι εγώ άρχισα να έχω σοβαρές αμφιβολίες και να αναρωτιέμαι γιατί πάω σχολείο και τι μου χρειάζεται το ένα και το άλλο μάθημα. Πραγματικά, δεν μπορούσα να κατανοήσω με καμία δύναμη σε τι μου χρειαζόταν το σχολείο, κι αυτό ήταν ένα ερώτημα που με βασάνιζε. […] Αν και πήγαινα στο γυμνάσιο καθημερινά και δεν έκανα και τόσες κοπάνες, σταδιακά αποκοβόμουν από τον χώρο και την εκπαιδευτική διαδικασία. Αισθανόμουν παρατηρητής και όχι μαθητής, ήταν σαν να ήμουν θεατής σε παράσταση τσίρκου και με τη βία με τραβούσαν από τις κερκίδες για να κάνω τα ακροβατικά μου, που πάντα κατέληγαν σε τραυματισμό».

Η προοπτική των εισαγωγικών εξετάσεων για το λύκειο τρομοκρατούσε τον ήρωα όμως, τύχη αγαθή, οι εισαγωγικές εξετάσεις καταργήθηκαν την κατάλληλη στιγμή. Σε αυτή την συγκυρία τοποθετεί μια κριτική του εκπαιδευτικού συστήματος εκ των ένδον και από την οπτική γωνία του μαθητή που δυσκολεύεται και επομένως οδηγείται στον αναστοχασμό:

Σ. 53 «Η σκέψη ότι θα μπορέσω να πάω στο λύκειο αφού καταργήθηκαν οι εξετάσεις με προβλημάτιζε, αλλά δεν με άγχωνε, δεν με βάραινε όπως όταν πρωτοπήγα στο γυμνάσιο. Μπορώ να πω ότι μάλλον με ανακούφιζε η ιδέα να συνεχίσω στο λύκειο, γιατί είχα μάθει τον τρόπο να ελίσσομαι στον χώρο του σχολείου όπως οι ισοβίτες στις φυλακές. Αντιλαμβανόμουν τις αόρατες συμμαχίες μεταξύ των συμμετασχόντων, μαθητών και καθηγητών, και τις μεγάλες τρύπες στη δομή του εκπαιδευτικού συστήματος, που ήταν απελπιστικά αδύναμο να εμφυσήσει στους μαθητές την ουσία της εκπαίδευσης, τη γνώση, όπως θα έπρεπε να τη λαμβάνει ένα παιδί σε αυτές τις ηλικίες. Αντιλαμβανόμουν τη νοοτροπία πολλών καθηγητών, της πλειονότητας ίσως, που είχαν εμμονή με τους τύπους, να βγει η ύλη δηλαδή και να περάσει η ώρα να επιστρέψουν στο σπίτι τους για να επιδοθούν στην παρανομία των ιδιαίτερων μαθημάτων. Ήμουν πλέον μυημένος σε έναν χώρο που τη μια τον ένιωθα σαν στρατόπεδο συγκέντρωσης που γνώριζα καλά τις κρυψώνες του και την άλλη μου ήταν παντελώς αδιάφορος. Άλλοτε μου προξενούσαν ενδιαφέρον όλα τα υπόλοιπα που συνέβαιναν, εκτός από τα μαθήματα, κι άλλοτε παραξενευόμουν στ’ αλήθεια με όλα αυτά που γίνονταν στο σχολείο με απόλυτη τάξη και επισημότητα, χωρίς να υπάρχει ουσιαστική ανάγκη για κάτι από αυτά, χωρίς να υπάρχει καν το ανάλογο περιεχόμενο, αλλά μόνο και μόνο για να συντηρείται το αξιοσέβαστο προφίλ του σχολείου.

Είχα πλέον εγκλιματιστεί με τον δικό μου τρόπο πάντα, κι αυτό με έκανε να αισθάνομαι πιο ασφαλής και πιο σίγουρος για το τι κάνω εκεί, πώς θα κινηθώ, πώς θα το παλέψω, πώς θα μπορέσω να τα βγάλω πέρα. Είχα εν τω μεταξύ οικοδομήσει και κάποιες πιο στέρεες σχέσεις στο σχολικό περιβάλλον. Εκείνο, όμως, που μετρούσε περισσότερο από όλα αυτά ήταν η αγάπη του πατέρα και της μάνας, που, ό,τι κι αν έλεγαν, ό,τι κι αν έκαναν, όσο κι αν επέμεναν με την καλή ή την ανάποδη, ήξερα πως με αγαπούσαν πολύ. Η μάνα μου εκδήλωνε την αγάπη της με ποικίλους τρόπους, ενώ ο πατέρας ήταν πάντα πιο συγκρατημένος. Εγώ όμως τον καταλάβαινα, και ίσως να αισθανόταν κι αυτός μια μικρή ανακούφιση που κακήν-κακώς τελείωσα το γυμνάσιο  κι ετοιμαζόμουν για το λύκειο». (σ. 54)

Για το λύκειο ακολουθεί μια ακόμη σύντομη αλλά καταιγιστική κριτική:

Σ. 55: «Στο λύκειο ξεκίνησα με καλούτσικες προοπτικές, που γρήγορα όλες εξανεμίστηκαν μέσα στο σκοτάδι μιας αναχρονιστικής, αδιάφορης εκπαίδευσης. Κανένα απολύτως ενδιαφέρον, τίποτε το ελκυστικό, καμιά συμπόνια. Το λύκειο ήταν σαν μια πελώρια, ακαθορίστων ορίων κατάψυξη, σε έβαζαν μέσα και ξεπάγιαζες με όση θέρμη για μόρφωση κι αν είχες. Άσε που οι καθηγητές δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους, κι εγώ τραβούσα πάνω μου όλες τις μύγες του κόσμου σε όλα τα μαθήματα.»

Στο λύκειο ιδιαιτέρως τραυματική ήταν η συνάντηση με έναν φιλόλογο ο οποίος τραυμάτισε τον αφηγητή μας με την βία, τις προσβολές και την απαξίωση: «Ούτε για τα σκουπίδια δεν κάνει», είπε δημόσια στην τάξη ο επαγγελματίας εκπαιδευτικός, κι ο μαθητής, ο οποίος αισθανόταν ασφυκτική αυτήν την απαξίωση επιχείρησε να κάψει το αυτοκίνητό του, καθώς η διαρκής αίσθηση αδικίας τον οδηγούσε σε επιθετική αντίδοση.

Στο μεταξύ προσπαθούσε διαρκώς να επινοήσει τρόπους προσέγγισης της γνώσης, οι οποίοι θα ταίριαζαν με την δική του ιδιοσυγκρασία, όχι δίχως αποτέλεσμα. Έτσι κατέληξε στο εξής συμπέρασμα για τον μηχανισμό κατανόησης και διαχείρισης των κενών. (Σ. 67 ):

«Αναθάρρησα και κατέληξα στα εξής: Σε όποια μαθήματα κατανοούσα τον μηχανισμό τους και μπορούσα να φανταστώ πώς περίπου αυτός λειτουργεί, κατάφερα να κάνω βήματα προόδου και να καλύπτω κάποια από τα πολύ μεγάλα κενά μου, αλλιώς με έτρωγε το σημειωτόν κι έτσι, σταδιακά,  χωρίς να το καταλάβω, βάλτωνα, απογοητευόμουν κι ένιωθα ανίκανος για οτιδήποτε. Τα κενά όμως, όπως και να προσπαθούσα να τα καλύψω, ήταν άδικος κόπος, κενά θα έμεναν, κι άλλον τρόπο έπρεπε να ανακαλύψω για να μη γίνονται ορατά από τρίτους κι εγώ να μην πέφτω και χάνομαι μέσα τους. Οι βάσεις οι δικές μου ήταν άλλου είδους, το καταλάβαινα, το ένιωθα, αυτές όφειλα να εμπιστευτώ για να προχωρήσω. Επίσης, κατάλαβα εκ των υστέρων ότι, για να κατανοήσω κάτι, με διευκόλυνε πολύ να έχω καταγεγραμμένη στη μνήμη μου μια ανάλογη εικόνα από παλιά, ακόμη κι αν ήταν τελείως διαφορετικού περιεχομένου.»

Ο μαθητής λοιπόν γίνεται δάσκαλος του εαυτού του αναπτύσσοντας μία ad hoc μέθοδο άνευ διδασκάλου, αφού το περιβάλλον δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Όταν πια φτάνει στην Β΄ λυκείου και αρχίζει ο προβληματισμός της προετοιμασίας για τις εισαγωγικές εξετάσεις, αναστοχάζεται αναφορικά με αυτές:

«Αν γινόμουν ένας γνήσιος παπαγάλος που φωτογραφίζει ικανοποιητικά τα θέματα SOS, αντί να λέει κακές λέξεις ή να χαζεύει τους περαστικούς, η πιθανότητα να πετύχω στις πανελλήνιες εξετάσεις θα ήταν εξαιρετικά υπολογίσιμη· ανεξάρτητα των ορθογραφικών, συντακτικών και ολέθριων αναγραμματισμών μου, θα σωζόμουν αυτομάτως από τα κύματα του τρικυμιώδους πελάγους του εκπαιδευτικού συστήματος. Όφειλα όμως να συμμαζέψω την φαντασία μου, να συγκεντρωθώ, να σκέφτομαι λογικά (!), όπως οι καθηγητές μου, να μικρύνω τη σκέψη μου για να μη χάνομαι, να περάσω τη γέφυρα από τον δικό μου κόσμο στον πραγματικό, όλα να είναι κάπου γύρω στο μέτριο και στο αναμενόμενο. Αυτό ακριβώς ήταν οι πανελλήνιες εξετάσεις, μια λαιμητόμος, μια προκρούστεια διαδικασία. Τότε δεν τα σκεφτόμουν όπως τα γράφω τώρα, αλλά είχα την αίσθηση ότι υπάρχει μια διαδρομή, ένα μονοπάτι που, αν το ανακαλύψεις, βγήκες στο ξέφωτο, κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτό που κάναμε σαν παιδιά ανακαλύπτοντας μέσα στο δάσος ξεχασμένα μονοπάτια» […].

Εκείνη τη χρονιά γνωρίζει το μάθημα της βιολογίας και ενθουσιάζεται με αυτό, καθώς τον συνδέει με τα βιώματα της φύσης στο χωριό. Η έντονη και συντριπτική προσπάθεια στη Γ΄ λυκείου, τον οδηγεί σε υπερκόπωση και προσωρινή παραίτηση, μέχρι που μια άσχετη συζήτηση με έναν ξάδελφο του δίνει το έναυσμα να μελετήσει πάλι για τις εξετάσεις. Με τα πολλά ο αφηγητής έδωσε εξετάσεις, δεν πέρασε αρχικά, όμως τελικά πέρασε ως επιλαχών στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο «Φυσιογνωστικό». Έχουν πολύ ενδιαφέρον οι σκέψεις του αναφορικά με αυτήν την επιτυχία:

 

Σ. 80 «Με το που συνειδητοποίησα τι έχει γίνει, βγαίνω από τα γραφεία της εφημερίδας, κάθομαι στο πεζοδρόμιο και με παίρνουν τα κλάματα. Πόσο ανέλπιστο ήταν αυτό! Είχα κερδίσει, έπαιξα και κέρδισα ενάντια σε όλες τις προβλέψεις, μόνο εγώ πίστευα ότι μπορούσα να κερδίσω! Είχα καταφέρει να περάσω μέσα από όλες τις δυσκολίες, τα εμπόδια, τις αρνητικές συνθήκες, τα κακεντρεχή σχόλια, τις κοροϊδίες, όλα, όλα διαγράφηκαν ως δια μαγείας, μπορούσα πια να είμαι σαν τους άλλους!»

Οι σπουδές τού προσφέρουν πρόσβαση σε έναν νέο κόσμο στον οποίο ασφαλώς υπάρχουν πολλές δυσκολίες αλλά η αγάπη κάποιων πανεπιστημιακών καθηγητών και η συνειδητοποίηση της σωστικής αξίας της κριτικής σκέψης του ανοίγουν τον δρόμο προς την επιστημονική γνώση, την αναγνώριση και την καταξίωση:

Σ. 86 «Τότε συνειδητοποίησα καλά κάτι που είχα υποψιαστεί από το σχολείο ακόμη: Τα παντός είδους κενά και τα συναφή προβλήματά μου θα με συντρόφευαν για πάντα, για όλη μου τη ζωή, και ο μόνος τρόπος να προχωρώ ήταν να κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος η κριτική μου σκέψη, να τη χρησιμοποιώ σαν γέφυρα πάνω από τα μεγάλα κενά για να φτάνω στην ουσία των πραγμάτων, συνδυάζοντας αναγκαστικά περισσότερες παραμέτρους για να πάρω μια απόφαση από αυτές που συνήθως χρειάζονται οι άλλοι. Το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός πάντα υπήρξαν σωτήρια για τον ψυχισμό μου, αλλά το πιο μαγικό, όταν συνέβαινε, το πιο συναρπαστικό ήταν ο έρωτας. Όποτε ήμουν ερωτευμένος, όλα τα κενά και όλες οι αδυναμίες εξαφανίζονταν, σαν να τα ξεπερνούσα χωρίς προσπάθεια, τα γραπτά μου καλυτέρευαν, η αντίληψή μου οξυνόταν, ο λόγος μου ήταν πιο σταθερός, η σκέψη μου πιο βαθιά, η φαντασία πετούσε, κι εγώ ένιωθα απόλυτα ασφαλής και δημιουργικός, όλα ήταν υπέροχα.»

Ο αφηγητής ολοκλήρωσε τις πανεπιστημιακές του σπουδές, συνέχισε στο εξωτερικό με υποτροφία, προσπέρασε διάφορες δελεαστικές προτάσεις για εργασία σε αξιόλογες θέσεις, καθώς του προκαλούσε, όπως εξομολογείται, άγχος η σκέψη ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιεί ως γλώσσα επικοινωνίας τα αγγλικά, η εκμάθηση των οποίων τόσο τον ταλαιπώρησε και εκτάθηκε σε μεγάλο βάθος χρόνου. Επέστρεψε στη πατρίδα του, εργάστηκε ως ιχθυολόγος στον Ιχθυογεννετικό Σταθμό Λούρου, εκπόνησε διδακτορική διατριβή («Δεκατέσσερις φορές (!) έγραψα τη διατριβή μου μέχρι την τελική της μορφή»), έγινε πανεπιστημιακός καθηγητής, λογοτέχνης, διακεκριμένος άνθρωπος και τώρα είναι δίπλα μας.

Στο τέλος σχεδόν της αφήγησης αναφέρεται με συναρπαστικό τρόπο στην συνειδητοποίηση της δυσλεξίας του μέσω της γνωριμίας του με μια εκλεκτή ψυχολόγο, η οποία κατά τύχην έκανε την διάγνωση.

Την συναρπαστική αφήγησή του ο συγγραφέας ολοκληρώνει με μια αλληγορία, η οποία τον συνδέει ίσως με το μαθητικό του παρελθόν και ασφαλώς παραπέμπει στον λογοτέχνη εαυτό του:

Σ.96-97: «Ένας μικρός στεκόταν στους πρόποδες ενός βουνού και κοιτούσε την κορυφή του. Το βουνό ήταν τεράστιο, απόκρημνο και τρομαχτικό, αλλά ένας άγνωστος με μορφή αγγέλου του έδειχνε συνέχεια την κορυφή. Ο μικρός άρχισε την ανάβαση. Γλιστρούσε, έπεφτε και σηκωνόταν πάλι, και ο άγνωστος, που τον ακολουθούσε κατά πόδας, του έδειχνε συνεχώς την κορυφή. Σαν έφτασε ο μικρός στην κορυφή, μετά από πολύ κόπο και χίλια βάσανα, ο άγνωστος χάθηκε, πέταξε σαν πουλί, κι αυτός ήταν πλέον άντρας. Αγνάντεψε ανακουφισμένος τη θέα κι αισθάνθηκε ευγνώμων που μπόρεσε να δει κάτι από το θαύμα που απλωνόταν μπροστά του. Σκέφτηκε πως πολλοί μικροί διάβολοι με αγγελικά φτερά βρίσκονται σε όλες τις κορυφές που σάρωνε το μάτι του από εκεί και δεν ήξερε αν ήταν και αυτοί το ίδιο χαρούμενοι με εκείνον, παρόλο που αφουγκραζόταν τα γέλια τους …».

Η αφήγηση του Γιάννη Πάσχου φέρνει στο φως την εκτύλιξη μιας πολύ δύσκολης ζωής, η οποία στο τέλος είτε λόγω της αδέξιας έστω στήριξης της οικογένειας, είτε χάρη στην αγαθή τύχη της συνάντησης με φωτισμένους καλούς ανθρώπους και την ιδιοσυγκρασία του αφηγητή, ξεπέρασε με πολλές πληγές τους σκοπέλους της μαθησιακής ιδιαιτερότητας και τον συγκατάλεξε στην χορεία των επιτυχημένων, με βάση τα κοινωνικά πρότυπα. Όμως πόσα «θύματα» αντιστοιχούν άραγε σε κάθε διασωθέντα; Και μήπως έχουν αντιμετωπιστεί τέτοιες μαθησιακές δυσκολίες στο πέρασμα του χρόνου; Δεν θα αναφέρω τις δικές μου εμπειρίες, θα καταθέσω τις εμπειρίες δύο προσώπων από διαφορετικές γενιές. που τις διατύπωσαν όταν δημοσιοποίησα την ενημέρωση για την παρούσα βιβλιοπαρουσίαση. Η πρώτη προέρχεται από την Κωνσταντίνα Κ., κάτοικο Θεσσαλονίκης, ετών 35.

 

 

Πάντα με θυμάμαι να νιώθω πιο κάτω από όλους σε ένα χώρο σχολείου που περισσότερο μου φαινόταν απειλή παρά ευχαρίστηση. Αν θυμάμαι κάτι από τα πρώτα χρόνια ήταν το πόσο περισσότερο ήθελα να τρέξω έξω ή να εργαστώ ή να στέκομαι διαρκώς πάνω από μια εγκυκλοπαίδεια και να αλλάζω τις πληροφορίες με απίστευτη ταχύτητα παρά να ανταγωνίζομαι παιδιά που ούτε μου μιλούσαν στο προαύλιο ή μου ασκούσαν συστηματικά είδη bullying.

 

Πρώτα η “ασαφής” στην έκθεση με τις κομμένες προτάσεις, μετά η “δεν καταλαβαίνει μαθηματικά.” Στη συνέχεια η “δεν προσπαθεί αρκετά.” Οι γονείς ευτυχώς ελεύθεροι σχολίων, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση ή γνώσεις. Οι δάσκαλοι, ο εφιάλτης στο δρόμο με τις λεύκες. Τα χρόνια πέρασαν, γυμνάσιο. “Εσύ, εσύ, εσύ και εσύ” δεν θα μπείτε ποτέ στο πανεπιστήμιο…Είμαι 35 και απέρριψα την συνέχιση των σπουδών μου στο τμήμα Βιολογίας της σχολής Θετικών Επιστημών πανεπιστημίου Κύπρου για οικονομικούς λόγους. Στη μουσική “δυστυχώς, δεν το ‘χει με τη μουσική”. Είμαι 35, γράφω μουσική εδώ και 15 χρόνια χωρίς να μπορώ να συντονίσω τα δάχτυλα στην κιθάρα ή να μάθω απ’ έξω συγχορδίες. Ναι, δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω αρχαία ελληνικά. Κατάφερα όμως και έγραψα τον πρώτο βαθμό στην έκθεση σε ένα σχολείο γεμάτο γόνους εκπαιδευτικών, όντας δυσλεξική  χωρίς να δικαιούμαι προφορική εξέταση αφού το κατάλαβα μόλις στα 19. Και ίσως δεν μπορούσα να μάθω αγγλικά μέσα από ένα βιβλίο γραμματικής μα έμαθα από τη μουσική και τις ταινίες. Κατάφερα και από πέντε στα μαθηματικά, με 5 ώρες μάθημα με έναν εξαιρετικό αδιόριστο μαθηματικό να γράψω στις εισαγωγικές σχεδόν 16 από θεωρητική κατεύθυνση και να λάβω υποτροφία για τις σπουδές μου από την ιατρική Θεσσαλονίκης.

Να φύγω από μια διδακτορική διατριβή [...] από το τμήμα αγγλικής γλώσσας και φιλολογίας του ΑΠΘ εξαιτίας της διαχείρισης του συντακτικού μου ή της τοποθέτησης μιας άλλης λέξης στη θέση μιας άλλης λέξης, να ολοκληρώνω λίγα χρόνια μετά τη διατριβή μου στην σχολή οικονομικών και πολιτικών επιστημών με τον κ. Στυλιανού, και να εργάζομαι ως ψυχολόγος πάνω στη δυσλεξία με τη συνέπεια που θα ήθελα να με αντιμετωπίσουν όταν ήμουν εγώ στη θέση αυτών των εφήβων που σήμερα με εμπιστεύονται.

Και αυτές οι μικρές νίκες είναι που πρέπει να χαρίζουν ζωή σε μας τους “τεμπέληδες δυσλεξικούς…” με συνοδό υπερκινητικότητα και διάσπαση προσοχής. Όπου “όχι” να βάζετε “ναι” οι δυσλεξικοί.

Εκεί είναι το όριο.

 

Η δεύτερη προέρχεται από την Σοφία, κάτοικο Αθήνας, μορφωμένη μητέρα δυσλεκτικής κόρης 16 ετών, της Στέλλας.

 

Επειδή είμαι μητέρα παιδιού με δυσλεξία, όταν διάβασα το βιβλίο του κ. Πάσχου έκλαψα, γέλασα, ένιωσα όμως και αισιοδοξία γιατί στο τέλος τα κατάφερε. Η δική μου εμπειρία από το σχολείο ήταν ότι στην α/θμια εκπαίδευση δεν υπήρχε καμία στήριξη ή ευαισθητοποίηση από την μεριά των δασκάλων, στην δ/θμια εκπαίδευση είναι λίγο καλύτερα τα πράγματα. Υπάρχουν πολλοί καθηγητές που ασχολούνται με αυτό το θέμα. Σε επίπεδο συμμαθητών, πολύ μεγάλη σκληρότητα! Πρέπει το παιδί να δώσει μεγάλη μάχη για να αντιμετωπίσει τις προσβολές και να γίνει αποδεκτό.

 

Η Στέλλα είναι 16 ετών. Πάει Α' λυκείου. Από την τρίτη δημοτικού είχαμε πάρει το χαρτί με την διάγνωση για την δυσλεξία (δυσαναγνωσία, δυσορθογραφία). Τότε το παιδί δυσκολευόταν πολύ στη ανάγνωση και στη γραφή. Από τότε είχαμε στο σπίτι δασκάλα ειδικής αγωγής και πάντα κάποιος έπρεπε να κάθεται μαζί της στο διάβασμα. Στο δημοτικό υπήρχαν δάσκαλοι που μου έλεγαν ότι αν γράψει 100 φορές μια λέξη θα την μάθει, της έβαζαν διαγώνισμα ιστορίας με σταυρόλεξο ενώ ήξεραν ότι το παιδί δεν μπορεί να κατακτήσει την ορθογραφία, την έβαζαν στο τελευταίο θρανίο κτλ. Και το κερασάκι στην τούρτα... οι δύο ξένες γλώσσες από την ε δημοτικού, όταν το παιδί δεν μπορούσε να κατακτήσει την ελληνική!!!!!

 

Από την άλλη είχε να αντιμετωπίσει τα σχόλια κάποιων συμμαθητών της. Χαρακτηριστικά, όταν ήταν στην έκτη δημοτικού την άλλαξε θέση με ένα κορίτσι, το οποίο ζήταγε να καθαρίσει το θρανίο για να μην κολλήσει αυτό που έχει η Στέλλα. […]. Στο γυμνάσιο οι καθηγητές είναι πιο ευαισθητοποιημένοι σε τέτοια θέματα. Η προφορική εξέταση και η απαλλαγή από την 2η γλώσσα ηρέμησαν αρκετά το παιδί. Βέβαια πρέπει να διαβάζει πολύ περισσότερες ώρες από ό,τι ένα μη δυσλεκτικό παιδί, όμως τα έχει καταφέρει πολύ καλά μέχρι τώρα. Τελείωσε το γυμνάσιο με την 2η καλύτερη βαθμολογία και τα πάει πολύ καλά και στο λύκειο.

Το βιβλίο του κυρίου Πάσχου πρέπει να διαβαστεί από όλους τους δασκάλους και καθηγητές, αλλά και από τους μαθητές και τους γονείς. Πολλή αγάπη, πολλή υπομονή και πολλή στήριξη θέλουν αυτά τα παιδιά και μπορούν να κάνουν θαύματα. Ευχαριστώ πραγματικά τον κύριο Πάσχο που μας χάρισε με έναν τόσο όμορφο τρόπο την πολύτιμη εμπειρία του. Προσπάθησα να βρω κάποιο τρόπο επικοινωνίας μαζί του αλλά δεν τα κατάφερα. Θα ήθελα να του μεταφέρεις ότι η Στέλλα πήρε πολύ κουράγιο από το βιβλίο του. Είδε τον ίδιο της τον εαυτό μέσα από τις περιγραφές της συναισθηματικής του κατάστασης και κατάλαβε ότι η προσπάθεια που κάνει δεν θα πάει τσάμπα. Επιπλέον. γέλασε πολύ με όλη την περιπέτειά του με τα αγγλικά, γιατί βιώνει ακριβώς το ίδιο δράμα και έμεινε έκπληκτη από το γεγονός ότι παρά την δυσκολία του κατάφερε να σπουδάσει στο εξωτερικό.

Νομίζω, κύριε Πάσχο, ότι δεν χρειάζεται να ψάξω για καλύτερο κλείσιμο της ομιλίας μου.

 

Σας ευχαριστώ!

 

Αγαθοκλής Αζέλης



Τρίτη 1 Αυγούστου 2023

Διεύθυνση

Δρόμος είναι μια γραμμή που οδηγεί κάπου

Υπάρχουν δρόμοι κλειστοί και ανοιχτοί

Δρόμοι που ανοιγοκλείνουν κατά περίπτωση

Δρόμοι εικονικοί και πραγματικοί

Πραγματικοί άνθρωποι που βαδίζουν

Σε εικονικούς δρόμους

Εικονικοί άνθρωποι που βαδίζουν

Σε πραγματικούς δρόμους

Υπάρχουν δρόμοι και διαδρομές

Δρόμοι που χάσκουν αχρησιμοποίητοι

Κι άλλοι πυκνοπερπατημένοι

Υπάρχουν δρόμοι αδιέξοδοι

Κι έξοδοι πάλι δίχως δρόμους

Διαδρομή σημαίνει και διεύθυνση

Η δική σου είναι

Μεσολογγίου και εξόδου γωνία


A. A.

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2023

Paul Celan: Τραγούδι μιας γυναίκας στη σκιά

Σαν έρχεται η σιωπηλή κι αποκεφαλίζει τουλίπες:

Ποιος κερδίζει;

Ποιος χάνει

Ποιος πάει στο παράθυρο;

Ποιος λέει πρώτος τα’ όνομά της;

 

Είναι ένας που φοράει τα μαλλιά μου.

Τα κουβαλάει στα χέρια του, όπως μεταφέρουνε νεκρούς.

Τα φοράει όπως φορούσε ο ουρανός τα μαλλιά μου τη χρονιά που αγαπούσα.

Τα φοράει έτσι από ματαιοδοξία.

 

Αυτός κερδίζει.

Αυτός δεν χάνει.

Αυτός δεν πάει στο παράθυρο.

Αυτός δεν λέει τ΄ όνομά της.

 

Είναι ένας που έχει τα μάτια μου.

Τα έχει από τότε που κλείνουνε  πύλες.

Τα φοράει στο δάχτυλο σαν δαχτυλίδια.

Τα φοράει σαν θραύσματα πόθου και ζαφείρι:

ήταν ήδη  αδερφός μου το φθινόπωρο.

Μετράει πια τις μέρες και τις νύχτες.

 

Αυτός κερδίζει.

Αυτός δεν χάνει.

Αυτός δεν πάει στο παράθυρο.

Αυτός λέει τ΄ όνομά της τελευταίο.

 

Είναι κάποιος που έχει ό,τι είπα.

Το κουβαλάει κάτω από το μπράτσο του σαν δέμα.

Το φοράει όπως το ρολόι τη χειρότερή του ώρα.

Το κουβαλάει από κατώφλι σε κατώφλι, δεν το πετάει.

 

Αυτός δεν κερδίζει.

Αυτός  χάνει.

Αυτός πάει στο παράθυρο.

Αυτός λέει πρώτο τ΄ όνομά της.

Αυτός αποκεφαλίζεται μαζί με τις τουλίπες.

Κυριακή 28 Μαΐου 2023

Στις μυλόπετρες του χρόνου. Πρωτοπρόσωπη εξομολόγηση του συγγραφέα






                                                            




Στέργιος Πουρνάρας, Όταν η προσωπική ιστορία μεταπλάθεται σε λογοτεχνία

 https://aetos-grevena.blogspot.com/2023/01/2022_8.html


Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2023

Ο Στέργιος Πουρνάρας, γράφει για το βιβλίο: Στις μυλόπετρες του χρόνου, ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ ΑΖΕΛΗΣ, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Οκτώβριος 2022

Όταν η προσωπική ιστορία μεταπλάθεται σε λογοτεχνία 
Ο Αγαθοκλής Αζέλης, συνάδελφος, φίλος και συγχωριανός, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Βιέννης, έμμισθος ερευνητής της Ακαδημίας Επιστημών της Αυστρίας, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, καθηγητής στο αγγλόφωνο «Vienna International School» , εργάζεται από το 1997 στη Μέση Εκπαίδευση στην Ελλάδα. Κατά τα έτη 1999 - 2003 οργάνωσε τα Γενικά Αρχεία του Κράτους του νομού Τρικάλων, ενώ παράλληλα συνέγραψε εξωσχολικά εκπαιδευτικά βοηθήματα, δημοσίευσε μελέτες σε ελληνικές και αυστριακές επιστημονικές επετηρίδες και συλλογικά έργα και βραβεύτηκε από το αυστριακό κράτος για τη μετάφραση γερμανόφωνης λογοτεχνίας στα ελληνικά. Συνεργάστηκε με λογοτεχνικά περιοδικά και εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές, με τίτλο Νύχτες στο θρυμματισμένο ενυδρείο, (Μεταίχμιο, 2008), Εωθινές Επιγνώσεις, (Πλανόδιον, 2011) και Σκιές Ασωμάτων, (Λογείον, 2016).
 
 
Οι μυλόπετρες του χρόνου, είναι το πρώτο του πεζογράφημα ή πεζοτράγουδο με έντονο το αυτοβιογραφικό και ψυχογραφικό στοιχείο ενός παιδιού στην αρχή, εφήβου και ενήλικα στη συνέχεια, που έζησε έντονα τις μνήμες και τη σκληρή μοίρα της οικογένειάς του και την αναγκαστική μετάβαση από το ορεινό χωριό στην πρωτεύουσα, τις δυσκολίες της προσαρμογής, ένα φαινόμενο καθολικό που το βίωσαν πολλά παιδιά της μεταπολεμικής περιόδου. Τα τριάντα δύο μικρά αλλά πολύ περιεκτικά αφηγήματα τα διατρέχει μία ενότητα και συνοχή και εκτυλίσσονται με άξονα τον χρόνο από τις αρχές του 20ου μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, με πρωταγωνιστές οικεία και αγαπημένα πρόσωπα τριών γενιών , όπως διαφαίνεται και από το μότο από το μυθιστόρημα ΙΔ του Γιώργου Σεφέρη που προτάσσει: «χαράζοντας τη μοίρα μας με χρώματα και χειρονομίες ανθρώπων που αγαπήσαμε», αλλά και από τον πολύ επιτυχημένο τίτλο. Ο τόπος μοιράζεται στο αγαπημένο του χωριό, τη Μηλιά, στο οποίο γεννήθηκε το 1963 και έζησε τα πρώτα έξι του χρόνια και στην Αθήνα που φοίτησε στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή.

Όλα ξεκινούν από τη στιγμή που ο συγγραφέας αποφασίζει να αγοράσει από τους κληρονόμους το μισογκρεμισμένο πατρικό σπίτι και να το ξαναχτίσει, γιατί ένιωθε την ανάγκη να ξανασυνδεθεί με το αγαπημένο του χωριό που τόσο είχε στερηθεί στα παιδικά του χρόνια, αλλά και με την ανάμνηση των προγόνων του που την τροφοδότησαν τα κειμήλια που ανακάλυψε στην αζήτητη οικοσκευή, ένα φθαρμένο κείμενο και οι παλιές φωτογραφίες. Έτσι, αποφάσισε να αφηγηθεί με μορφή ημερολογίου την τραγική ιστορία της οικογένειάς του, που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι η ιστορία πολλών ελληνικών οικογενειών εκείνων των σκληρών χρόνων - προπολεμικά και μεταπολεμικά- κατά τους οποίους οι απλοί αλλά έντιμοι άνθρωποι της υπαίθρου αγωνίστηκαν σε πολύ αντίξοες συνθήκες για να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια, επιτελώντας με αυτό τον τρόπο το χρέος του απέναντι στους απογόνους του.
 
 
Στα πρώτα δεκαέξι διηγήματα ζωντανεύουν οι μνήμες των αγαπημένων του προσώπων από προφορικές μαρτυρίες της γιαγιάς της Λένως και των γονιών του Μίσιου (Μιχάλη) και Βάγγιως. Ο πόλεμος, η πείνα, ο φόβος, ο θάνατος και ο αγώνας για επιβίωση είναι τα κύρια θέματα που με μεγάλη τέχνη, αλλά και με πολύ εκφραστικό και πλούσιο λόγο πραγματεύεται ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας πολύ εύστοχα και ορισμένες φράσεις της βλάχικης γλώσσας. Έτσι το πρώτο κιόλας διήγημα ξεκινάει με τη φράση: «Αλιγκάτς, γίνου μπαρμπάστιλι ντι λα πόλιμου» που σημαίνει: «Τρέξτε, έρχονται οι άντρες απ’ τον πόλεμο» το 1922, τον μικρασιατικό στον οποίο είχε πάρει μέρος και ο προπάππος του ο Κόλας. Αυτό το όνομα ήταν συνδεδεμένο με τον θάνατο, καθώς, όπως πληροφορούμαστε στη συνέχεια, ο πρώτος Κόλας που δεν φοβήθηκε τον Κεμάλ, λόγω του παράτολμου χαρακτήρα του έπεσε από χέρι ληστών προσπαθώντας να σώσει τρεις νέους του χωριού που οι ληστές απήγαγαν για λύτρα. Ο δεύτερος Κόλας, που η γιαγιά Λένω τον αποκαλούσε χίλιου νι, δηλαδή γιε μου, γλεντζές και κουβαρντάς, έγινε αυτόχειρας για τα μάτια της Όλγας και ο τελευταίος Κόλας, ο αδελφός που δε γνώρισε, πέθανε βρέφος «κιρί φτσιόρλου, έσβησε το παιδί». Μεγάλη πρωταγωνίστρια η γιαγιά Λένω η οποία μετά τη δολοφονία του Κόλα, του αρραβωνιαστικού της , θα παντρευτεί τον αδελφό του τον Ντάσιο (Τριαντάφυλλο), μισθωτό βοσκό που κι αυτός θα χαθεί στα αλβανικά σύνορα για ασήμαντες διαφορές χορτονομής. Μεγάλωσε τα παιδιά της, γαλούχησε τα εγγόνια της και αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στη πρωτεύουσα χωρίς να γνωρίζει την επίσημη γλώσσα. Ο πατέρας του ο Μίσιος, αψίκορος αλλά έντιμος αγωνιστής που μικρός στο χωριό του έφτιαξε ανθεκτικά τσαρούχια από τον δερμάτινο φάκελο ενός νεκρού Γερμανού, που περιέθαλψε με κίνδυνο της ζωής του έναν τραυματισμένο αγωνιστή στο Εμφύλιο, που χτύπησε με τη κοπανίτσα έναν εφοριακό ο οποίος ήθελε να την αρπάξει ως φόρο, που ξεγέλασε, επί δικτατορίας, την εφορευτική επιτροπή του χωριού του η οποία ήθελε να ελέγξει την ψήφο της αγράμματης μάνας του και που, πάλι με κίνδυνο της ζωή του, περιέθαλψε έναν τραυματία φοιτητή στα επεισόδια του Πολυτεχνείου. Δεν μπόρεσε όμως κι αυτός να ξεφύγει τη μοίρα των αρσενικών της οικογένειας: άφησε την τελευταία του πνοή σε τροχαίο στην μεταδιδακτορική Αθήνα. Η Βάγγιω, η μητέρα του, από μικρή στη βιοπάλη, εργάστηκε σκληρά κι αυτή για να συμβάλει στο οικογενειακό εισόδημα και να μεγαλώσει με αξιοπρέπεια τα τρία της παιδιά. Έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα και αντιμετώπισε με στωικότητα τη μοίρα της.

Αν λοιπόν στα πρώτα διηγήματα παρακολουθούμε τη ζωή στο ορεινό χωριό, προπολεμικά και μεταπολεμικά, στα επόμενα ο συγγραφέας ως αυτόπτης μάρτυρας καταγράφει τα δικά του βιώματα από την αναγκαστική μετανάστευση στην πρωτεύουσα. Ο μικρός Αγαθοδαίμων, ωραίο εύρημα για τον ατίθασο χαρακτήρα του, - πήρε αυτό το παράξενο όνομα με αεροβάφτισμα για να ξεφύγει από τη μοίρα των αρσενικών και να αφηγηθεί την ιστορία της οικογένειας - θα βρεθεί σε ένα άξενο περιβάλλον, χωρίς να γνωρίζει την επίσημη γλώσσα και σιγά σιγά με τη βοήθεια ενός δασκάλου που τον ευγνωμονεί θα αναλάβει και θα μεταμορφωθεί και θα σημειώσει πολύ μεγάλη πρόοδο με αποτέλεσμα την εισαγωγή του στη Φιλοσοφική Σχολή. Οι δυσκολίες προσαρμογής όλων των μελών της οικογένειας, οι σκληρές συνθήκες εργασίας, το αφιλόξενο περιβάλλον της μεγαλούπολης αλλά και οι προσωπικές φιλίες που ύστερα από πολλά χρόνια αναθερμάνθηκαν είναι τα θέματα που κυριαρχούν σε αυτή την ενότητα. Ο επίλογος της ιστορίας όμως γράφεται στο ορεινό χωριό με τις ανακομιδές των λειψάνων και την τελευταία βόλτα της Βάγγιως στα βαθιά της γεράματα.

Ο Αγαθοκλής Αζέλης, όπως και άλλοι μεγάλοι λογοτέχνες με πρώτο και καλύτερο τον Γεώργιο Βιζυηνό, απέδειξε πως η προσωπική ιστορία και τα προσωπικά βιώματα μπορούν να γίνουν λογοτεχνία, διήγημα ή μυθιστόρημα, αν η γραφίδα του λογοτέχνη με την κατάλληλη δομή και διάρθρωση και τον ζωντανό λόγο, κατορθώσει να μεταπλάσει τα αγαπημένα του πρόσωπα σε αφηγηματικούς ήρωες δίνοντάς τους καθολικότητα και διαχρονικότητα και εντάσσοντάς τους στο ευρύτερο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο που διαμορφώνει τη μοίρα τους.

Αυτό το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί και εύχομαι να είναι καλοτάξιδο…

Στέργιος Πουρνάρας, φιλόλογος – μουσικός
Πρόεδρος Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Π.Ε. Γρεβενών

Αναδημοσίευση από το Περιοδικό ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τεύχος 211 - 212, χειμώνας ’22 - ‘23

Νίκος Σαλτερής, "Μόνο από μυλόπετρες δεν με πέρασαν για να με αλέσουν"

 https://www.literature.gr/stis-mylopetres-toy-chronoy-agathoklis-azelis-ekdoseis-metaichmio/



 

 Στις μυλόπετρες του χρόνου, Αγαθοκλής Αζέλης, Εκδόσεις Μεταίχμιο 

 

Ο Δρ Αγαθοκλής Αζέλης  είναι λυκειάρχης στα Τρίκαλα. Γεννήθηκε στη βλαχόφωνη Μηλιά Μετσόβου, ένα από τα πιο ορεινά χωριά της Ηπείρου στις πλαγιές της βόρειας Πίνδου και μεγάλωσε σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας (Θησείο, Καλλιθέα, Άνω Ιλίσια) ως παιδί εσωτερικών μεταναστών. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ και εν συνεχεία πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Βιέννη, όπου εργάστηκε ως έμμισθος ερευνητής της Ακαδημίας Επιστημών της Αυστρίας, καθηγητής στο Vienna International School, και Λέκτορας του Πανεπιστημίου της Βιέννης (ελληνική γλώσσα, λογοτεχνία και ιστορία των ιδεών).

Έχει δημοσιεύσει πολλά εκπαιδευτικά βιβλία (Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας), βραβεύτηκε από το αυστριακό κράτος για τη μετάφραση γερμανόφωνης λογοτεχνίας στα Ελληνικά, ενώ ποιήματά του δημοσιεύθηκαν σε διάφορα περιοδικά (“Η Λέξη”, “Η Παρέμβαση”, επετηρίδα “ΤΡΙΚΑΛΙΝΑ”). Έχει εκδόσει τρεις ποιητικές συλλογές( “Νύχτες στο θρυμματισμένο ενυδρείο”, Μεταίχμιο 2008, “Εωθινές επιγνώσεις”, Πλανόδιον 2011 και «Σκιές Ασωμάτων», Λογείον 2016), ενώ πρόσφατα (2021) μετέφρασε στα Ελληνικά για τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, το έργο του Gunnar Hering, Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία και ο φιλελληνισμός.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Με δυο λόγια, πρόκειται για μια πολυσχιδή προσωπικότητα, έναν ακούραστο εργάτη του λόγου. Η διαδρομή του από τη βλαχόφωνη κοινότητα γέννησής του μέχρι σήμερα ταυτίζεται με ανάλογες πολλών παιδιών της γενιάς του ή και προηγουμένων γενεών, που ενώ γεννήθηκαν σε κλειστές απομονωμένες κοινότητες, σήμερα όχι μόνο συμμετέχουν ισότιμα στη μετα-μοντέρνα, ανοιχτή κοινωνία, αλλά και αποτελούν διακριτά μέλη της. Ο Αζέλης είναι ένας από τους τελευταίους «εκπροσώπους» αυτής της «μετάβασης» με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.

Οι προηγούμενες αναφορές δεν θα είχαν ιδιαίτερη αξία, αν δεν σχετίζονταν άμεσα με τη συλλογή διηγημάτων του, Στις μυλόπετρες του χρόνου, που εκδόθηκε πρόσφατα από το Μεταίχμιο. Ορθότερα, πρόκειται για ένα σπονδυλωτό αφήγημα που δομείται σε επιμέρους σύντομα κείμενα, ένα είδος αυτόνομων, ιδιαίτερα καλοδουλεμένων γλωσσικά και αισθητικά άρτιων μπονζάι διηγημάτων, που παρακολουθούν τις «βιογραφίες» μελών της οικογένειάς του σε βάθος τριών γενεών. Με άλλα λόγια, όσο είναι και ο χρονικός ορίζοντας βιωμάτων που είτε ζήσαμε οι ίδιοι πρωτογενώς είτε «κατασκευάστηκαν» εκ των υστέρων -μέσα από διηγήσεις προσώπων του περιβάλλοντός μας και προσδιορίζουν σε σημαντικό, βαθμό ως ένα ενιαίο σύνολο, την ταυτότητά μας.

Σ΄ αυτόν τον χρονικό ορίζοντα σχεδόν ενός αιώνα εκτείνονται οι ιστορίες που μας διηγείται ο Αζέλης. Είναι λοιπόν ο ίδιος ο Χρόνος που από τη μια επιβάλλει την αλλαγή του ρυθμού της διήγησης ανά διήγημα -και ανάλογα με το περιεχόμενό του- κι από την άλλη αποτυπώνει με ενάργεια αυτό που θα αποκαλούσαμε «αντικειμενικές αλλαγές του περιβάλλοντος» εντός του οποίου έζησαν, έδρασαν και βίωσαν αδιανόητες αλλαγές στις συνθήκες ζωής τους τα οικεία πρόσωπα/ήρωες του συγγραφέα.

Στα διηγήματα του βιβλίου συναιρείται αδιάλυτα και με τέχνη το προσωπικό με το υπερατομικό και τις κοινωνικές δυνάμεις που επιβάλλουν αναπόδραστες και βαθιές αλλαγές κατά τη διάρκεια ενός βίου που κύριο χαρακτηριστικό του αποτελεί η μετάβαση ίδιων προσώπων από την αρχαϊκή στη σύγχρονη κοινωνία. Πρόκειται για αλλαγές που τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, λαμβανομένης υπόψη και της ιδιαίτερης ιστορίας της χώρας μας (διαρκείς πόλεμοι, εμφύλιος, μετανάστευση), εξέλαβαν εξαιρετικά βίαιο χαρακτήρα. Οπότε και βιώνονται πρωτίστως και εντονότατα συναισθηματικά από τα κοινωνικά υποκείμενα. Μόνο εκ των υστέρων είναι δυνατό να κατανοηθούν σ’ όλη τους την έκταση, την ένταση και τη σημασία. Πολλές φορές μάλιστα, όχι από τα ίδια τα άτομα που τα βίωσαν, αλλά από την επομένη γενιά. Όταν αυτή αποκτά τα αναγκαία διανοητικά εφόδια, μετά από επιτυχημένες εκπαιδευτικά διαδρομές, και είναι σε θέση να κατανοήσει το σύνολο των όρων που σχετίζονται με ό,τι προσδιορίζει η κοινωνική ψυχολογία ως υπέρβαση ενός κοινωνικού gap (κενού), σαν κι αυτό που χωρίζει τους δύο τόσο διαφορετικούς κόσμους (αρχαϊκή/μοντέρνα κοινωνία).

Ο Αζέλης όμως δεν πέφτει στην παγίδα του «κοινωνιολογείν δια της λογοτεχνίας». Αντιθέτως, μας παραδίδει τριάντα τρεις ιστορίες, αφηγούμενος πραγματικά γεγονότα της ζωής προσώπων της οικογένειάς του, προφανώς και του ίδιου, και αφήνοντας την κοινωνιολογία για τους άλλους. Γεγονότα, που ανάγονται λόγω της συγγραφικής μαεστρίας του αλλά και της τιμιότητας του βλέμματός του σ’ ένα είδος αρχέτυπων της εν λόγω μετάβασης.

Κι αυτό είναι ίσως το κύριο χαρακτηριστικό της δουλειάς του. Ότι μέσα από τη διήγηση οικείων για εκείνον καταστάσεων, μας παραδίδει ένα βιβλίο που επιτρέπει στους αναγνώστες μεγαλύτερης ηλικίας και ιδιαίτερα σ’ όσους είναι παιδιά της εσωτερικής μετανάστευσης (όπως κι εγώ) να ανακαλέσουν στη μνήμη καταστάσεις που τους καθόρισαν. Παράλληλα όμως παρέχει στους νεότερους τη δυνατότητα να γνωρίσουν συνθήκες ζωής και συναισθήματα σημαντικά για τη διαμόρφωση (πνευματική και συναισθηματική) των γονιών και παππούδων τους και εμμέσως των ίδιων. Αν αποδεχτούμε, βέβαια, ότι κάθε «τραύμα» που δημιουργείται ως αποτέλεσμα ψυχικής ταλαιπωρίας των προγόνων μεταβιβάζεται στους απογόνους με κάποιον τρόπο, όπως διδάσκει η ψυχολογία.

Ο λόγος του Αζέλη είναι πυκνός και κοφτός. Ενδεικτικά, είναι χαρακτηριστικό πώς στο διήγημα «Λένω» συμπυκνώνει τη ζωή της ομώνυμης ηρωίδας από τη γέννησή της μέχρι και το θάνατό της σε δυο σελίδες. «Η μικρότερη από εννιά αδελφές η Λένω της Αργύρως. Ο πατέρας της τσέλιγκας μετρημένος…είδε στα είκοσι δύο της να φεύγει η τουρκική φρουρά από το ορεινό βλαχοχώρι… στα τριάντα δύο της…  στα τριάντα τέσσερα… Στα ογδόντα έξι της αυτά τα κορεσμένα γαλανά μάτια έκλεισαν οριστικά στο υπόγειο διαμέρισμα και το σκευρωμένο της κορμί κατά παραγγελία επέστρεψε στη γη των προγόνων». Μια ζωή σκιτσάρεται με ελάχιστες γραμμές και «το ίχνος της ως ανορθόγραφη επιγραφή στα ελληνικά [μένει] πίσω από την οικογενειακή φωτογραφία: ‘’Σήμερα 16 Νοεμβρίου 1976 απεβίοσε η μητέρα μου. Ε.Α.’’, κι ας μην έμαθε ποτέ η ίδια την επίσημη γλώσσα.».

Πόσες μνήμες δεν μας ξυπνούν αυτές οι ελάχιστες και κομψά τοποθετημένες προτάσεις σε μας τους παλαιότερους; Λέξεις καρφωμένες με το σφυρί, όπως έλεγαν και οι παλιοί μάστορες του λόγου. Και πόσες εικόνες δεν μεταβιβάζουν στα νέα παιδιά! Αυτά που πλέον τείνουν να πιστέψουν ότι η φωτογραφία, δεν είναι παρά ένα ψηφιακό αποτύπωμα οποιασδήποτε ασήμαντης στιγμής κι όχι ένα «έντυπο», που η συνήθεια άλλων εποχών ήθελε να σημειώνονται στη ράχη του τα σημαντικότερα γεγονότων της ζωής ενός ανθρώπου; Πάντα ανορθόγραφα και με τα διστακτικά γράμματα γραφικού χαρακτήρα ανθρώπων μιας εποχής, που η φοίτηση στο σχολείο αποτελούσε πολυτέλεια, όπως μας περιγράφει στα «Μισά γράμματα».

Είναι ενδιαφέρον ότι ο Αζέλης, ακόμα κι όταν μας διηγείται πρωτογενή βιώματά του, επιλέγει την τριτοπρόσωπη αφήγηση. Είναι ο τρόπος του και μ’ αυτόν πετυχαίνει από τη μια να προσδώσει συγκεκριμένη ατμόσφαιρα στο κείμενά του (κάποιος είναι κάπου κρυμμένος, παρατηρεί με κομμένη ανάσα γεγονότα και συναισθήματα και μας τα μεταφέρει) και από την άλλη λαμβάνει την απαραίτητη «συγγραφική απόσταση» από συνταρακτικά για τον ίδιο γεγονότα, καθιστώντας τα έτσι «κοινά» βιώματα μιας ολόκληρης γενιάς, κάτι που θα ήταν αδύνατο με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Αν η συγκεκριμένη επιλογή υπήρξε συνειδητή ή όχι, δεν το γνωρίζουμε, αλλά σε κάθε περίπτωση προσφέρει μια αξέχαστη αναγνωστική εμπειρία.

Το κλίμα που δημιουργείται στα κείμενά του, ως αποτέλεσμα των προηγουμένων, ενισχύεται από ένα ακόμα στοιχείο της γραφής του: τον χαμηλόφωνο χαρακτήρα της. Έτσι,  ακόμα και σε διηγήματα που συμβαίνουν τραγικά γεγονότα (π.χ. απώλεια βρέφους, θάνατος του πατέρα μετά από δυστύχημα κλπ.), η κραυγή που προκαλεί ο βαθύς πόνος, πνίγεται στο στήθος των ηρώων του. Κι έτσι, η αξιοπρέπεια με την οποία συνήθως οι φτωχοί, βασανισμένοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τα τραγικά συμβάντα της ζωής τους, βρίσκει την καλύτερη δυνατή αποτύπωσή της στη γραφή, ενώ την ίδια στιγμή το περιγραφόμενο γεγονός αυτό καθαυτό αποκτά τις πραγματικά σπαρακτικές διαστάσεις του.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα τα διηγήματα «Ο τελευταίος Κόλας» και το «Τελευταίο βλέμμα». Στο πρώτο παρακολουθούμε ένα ζευγάρι οδοιπόρων με το άρρωστο βρέφος τους στην αγκαλιά. Τους περιμάζεψε κάποιο περαστικό φορτηγό στην ερημία της Κατάρας, μετά από ώρες πεζοπορίας μέσα από το δύσβατο, ορεινό μονοπάτι που οδηγεί από το χωριό του στη δημοσία, σε αναζήτηση γιατρού για να σώσει το παιδί τους. Η γυναίκα βρίσκεται στο κουβούκλιο και σφίγγει το φασκιωμένο βρέφος στην αγκαλιά κι ο άντρας στην καρότσα. Έχει αντιληφθεί από ώρα πως δεν αναπνέει πια, αλλά συνεχίζει να το κανακεύει σιωπηρά. Πότε και πώς θα το ανακοινώσει στον άντρα της; Πώς θα ξεστομίσει τη φρικτή φράση στα βλάχικα «κιρί φτσόρλου», που σημαίνει «έσβησε τ’ αγόρι»;

Στο δεύτερο διήγημα, ο φοιτητής γιος περιμένει «τον άτρωτο» βιοπαλαιστή πατέρα να γυρίσει από τη δουλειά. Τον είδε αξημέρωτα στη συνηθισμένη του στάση, να τρώει μια φέτα ψωμί και να πίνει «με θόρυβο γάλα από το μπρίκι». Ανησυχεί. Είναι τακτικός στα ωράριά του, αλλά σήμερα αργεί. «Να τος όμως, τον βλέπει να κατεβαίνει από το λεωφορείο, περνάει τη διάβαση πεζών, όπως πάντα, κι ύστερα δεν φαίνεται πουθενά». Ο θάνατος μας επισκέπτεται όποτε εκείνος αποφασίσει και μας αφήνει άφωνους με τη σκληρότητα και βιαιότητά του.

Οι ιστορίες που μας διηγείται ο Αγαθοκλής Αζέλης συμπυκνώνουν γεγονότα, συναισθήματα και σκέψεις χιλιάδων ανθρώπων που έζησαν πριν από μας κι οι ζωές τους δεν έχουν πια σχέση με τη δική μας και, πολύ περισσότερο, μ΄ αυτή των επόμενων γενεών. Το κορίτσι που στέλνεται στην Αθήνα, ως οικιακή βοηθός σε σπίτι συγγενών για να γλιτώσει από την πείνα, το αγόρι που πεζοπορεί χιλιόμετρα από το χωριό του για να ανταλλάξει σκαφίδια ζυμώματος στα Γιάννενα με αλάτι ή καλαμποκάλευρο, η απορία που προκαλεί η άγνοια του ραδιοφώνου σ΄ ένα νεοσύλλεκτο χωριατόπουλο, το αεροβάφτισμα, η αδελφή που προτιμούσε να μείνει για πάντα στην «αγγόνα» (παραγώνι) του πατρικού της παρά να νυμφευτεί μακριά απ’ αυτό, οι εκλογές σε κλίμα τρομοκρατίας, το παιδί που μένει πίσω στο χωριό με τη γιαγιά και συναντά τους γονείς του όταν επιστρέφουν για λίγες μέρες κατά τη διάρκεια των εορτών από την μεγάλη πόλη όπου εργάζονται, ο μικρός βλαχόφωνος που στέλνεται σε ολοήμερη «παιδική στέγη», πριν ακόμα πάει στην Α΄ Δημοτικού, όπου όλα του φαντάζουν ξένα και εχθρικά, η ζωή ενός μικρού εσωτερικού μετανάστη στις προσφυγικές αυλές, τα ημιυπόγεια και στενάχωρα διαμερίσματα της Αθήνας, η δυσκολία προσαρμογής του βλαχόφωνου μαθητή στο σχολείο, ο διακριτός δάσκαλος που δίνει ευκαιρίες ζωής και θα λάβει το αντίδωρό του, με την επιλογή του μαθητή να γίνει κι αυτός εκπαιδευτικός και τόσες άλλες ιστορίες…

Ιστορίες «με χρώματα και χειρονομίες ανθρώπων που αγαπήσαμε», όπως μας λέει ο Σεφέρης κι ο συγγραφέας επιλέγει να παραθέσει ως προμετωπίδα του βιβλίου του. Αποσπάσματα «μοιρασμένης μνήμης» με την συνοδοιπόρο και σύζυγό του Ελένη, όπως και πάλι σημειώνει στην αφιέρωσή του σ΄ αυτήν και τις κόρες του, «για να γνωρίζουν οι τελευταίες ό,τι δεν γίνεται να θυμούνται».

Ο Αγαθοκλής Αζέλης έγραψε για μας ό,τι και εμείς θα θέλαμε να παραδώσουμε στα δικά μας παιδιά, τιμώντας το σκληρό βίο των δικών μας οικείων. Ανθρώπων που κατά τη διάρκεια της ζωής τους, όπως χαρακτηριστικά του έλεγε η μητέρα του και μας εξομολογήθηκε σε συνέντευξή του στο (Thebook.gr), «μόνο από μυλόπετρες δεν με πέρασαν για να με αλέσουν».